ξυλόγλυπτης

ξυλόγλυπτης
ο резчик по дереву

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξυλόγλυπτης" в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • Μούλτσερ, Χανς — (Hans Multscher, Ράιχενχοφεν, περ. 1400 – Ουλμ 1467). Γερμανός ξυλογλύπτης και ζωγράφος. Εργάστηκε κυρίως στην Ουλμ από το 1427 έως το 1467. Τα σημαντικότερα έργα του είναι τα δύο εικονοστάσια των Αγίων Τραπεζών του Βούρτσαχ και του Βιπιτένο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Κουέρτσια, Γιάκοπο — (Jacopo Della Quercia, Σιένα περ. 1371 – 1438). Ιταλός γλύπτης, ξυλόγλυπτης και χρυσοχόος. Ήταν γιος του Πιερο ντι Γκουαρνιέρι. Το πρώτο βέβαιο έργο του είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο, συζύγου του Πάολο Γκουινίτζι, που εκτελέστηκε το 1406… …   Dictionary of Greek

  • Πάχερ, Μίχαελ — (Pacher, Michael, περ. 1430 – Σάλτσμπουργκ 1498). Αυστριακός ζωγράφος και γλύπτης. Αν και συνδεδεμένος με την τοπική και τη γοτθική παράδοση, επηρεάστηκε και από την τέχνη της βόρειας Ιταλίας και κυρίως της Πάντοβα, που του έδωσε τη ζωηρή αίσθηση …   Dictionary of Greek

  • Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • Τόρβαλντσεν, Μπέρτελ — Thorvaldsen, Κοπεγχάγη 1768 – 1844). Δανός γλύπτης. Διδάχτηκε την τέχνη από τον πατέρα του, που ήταν ξυλογλύπτης, και κατόπιν από τον Άμπιλντγκορ και τον ντα Κάρτενς, περίφημο Δανό ζωγράφο και οπαδό του Βίνκελμαν. Το 1796, γνωστός στην πατρίδα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»